Κριτική Βιβλίου
Η εξέταση της διεύρυνσης
- Greek
- Bulgarian
- Czech
- Danish
- German
- English
- Spanish
- Estonian
- Hungarian
- Icelandic
- Italian
- Lithuanian
- Latvian
- Dutch
- Polish
- Romanian
- Russian
- Slovak
- Slovenian
- Turkish
- Ukrainian
Ο Barry Adams αξιολογεί δύο πρόσφατα βιβλία με θέμα τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ.
Ο Βρετανός ποιητής Alexander Pope έγραψεκάποτε ότι ένα ζευγάρι «κατά τη διάρκεια του δεσμού ονειρεύεται,αλλά ξυπνάει παντρεμένο». Το ίδιο μπορεί να λεχθεί για την επομένητης διεύρυνσης του ΝΑΤΟ των 19, σύμφωνα τουλάχιστον με τον ZoltanBarany. Το βιβλίο του The Future of NATO Expansion: Four CaseStudies (Cambridge University Press, 2003) περιέχει μιααπαρίθμηση των ελλείψεων των νέων μελών του ΝΑΤΟ -τόσο τις τωρινέςόσο και τις μελλοντικές- όπως και την έκκληση να μην επαναληφθούναυτά που θεωρεί ο συγγραφέας ως τα λάθη του γύρου της διεύρυνσηςτου 1999. Με την προσχώρηση της Βουλγαρίας, της Εσθονίας, τηςΛετονίας, της Λιθουανίας, της Ρουμανίας, της Σλοβακίας και τηςΣλοβενίας στη Συνθήκη της Ουάσιγκτον, στις 29 Μαρτίου τρέχοντοςέτους, η έκκλησή του έπεσε στο κενό.
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Τέξαςισχυρίζεται ότι ο πρώτος γύρος της διεύρυνσης μετά τον Ψυχρό Πόλεμοήταν ελαττωματικός, λόγω του ότι η Δημοκρατία της Τσεχίας, ηΟυγγαρία και η Πολωνία απέτυχαν να εκπληρώσουν τις απαιτούμενες γιατην ιδιότητα του μέλους υποχρεώσεις, και παρόλα αυτά η Συμμαχία τααποδέχθηκε ούτως ή άλλως. Ο Barany είναι ακόμη πιο επικριτικός προςτα τέσσερα κράτη που καλύπτει στη μελέτη του: τη Βουλγαρία, τηνΡουμανία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία. Και παραπονείται για τη χάρηπου τους έγινε από το Αρχηγείο του ΝΑΤΟ. Ως τρόπο θεραπείας οBarany προτείνει, μεταξύ άλλων, την τροποποίηση της Συνθήκης τηςΟυάσιγκτον, ώστε να συμπεριληφθεί μια διαδικασία για την αποβολήτων μελών που αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.Σε αυτό το σημείο αλλά και σε άλλα συγκεκριμένα σημεία πουσχετίζονται με την πολιτική του ΝΑΤΟ ο συγγραφέας δείχνει μιακάποια έλλειψη εξοικείωσης με τους επίσημους και ειδικά με τουςανεπίσημους μηχανισμούς της Συμμαχίας.
Αντιθέτως, η μεθοδολογία και η έρευνα τουBarany είναι αξιόπιστη. Διατυπώνει εξ αρχής την προσέγγισή του μεσαφήνεια, παρέχοντας πρώτα μια εξαιρετική αξιολόγηση των πλέονκοινών επιχειρημάτων, τόσο αυτών που τίθενται υπέρ όσο και αυτώνπου τίθενται κατά της διεύρυνσης, στη συνέχεια προσδιορίζει τη δομήτων περιπτώσεων που ερευνά. Με αυτόν τον τρόπο, επιδιώκει ναεξετάσει τις γενικές συνθήκες κάθε κράτους που αξιολόγησε (τιςεσωτερικές πολιτικές του, την οικονομική επίδοσή του και τηνκατάσταση ασφαλείας του), την εκστρατεία του για την ιδιότητα τουμέλους του ΝΑΤΟ, την κατάσταση των πολιτικό-στρατιωτικών τουσχέσεων και το βαθμό της στρατιωτικής του μεταρρύθμισης.Τοιουτοτρόπως, ο Barany κομψά και αξιόλογα συνδυάζει τρεις κατά ταάλλα ξεχωριστές ατζέντες έρευνας: τον συστηματικό μετασχηματισμό,την ανάλυση της εγχώριας λήψης αποφάσεων και την αμυντικήμεταρρύθμιση. Παρόμοια δεδομένα καλύπτουν ένα κενό, από τη στιγμήπου το ΝΑΤΟ – σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση – επιλέγει να μηνδημοσιεύει τις εκθέσεις για την ετήσια πρόοδο της κατάστασης τωνυποψηφίων μελών.
Η σχολαστική έρευνα του Barany χρησιμοποιείπληθώρα συνεντεύξεων και εγγράφων και φέρνει στο προσκήνιο ελάχισταγνωστές λεπτομέρειες. Ωστόσο, η ειρωνεία είναι ότι όσο περισσότεροο συγγραφέας τονίζει την αποτυχία των υποψηφίων για να τηρήσουνπλήρως και κατά γράμμα τις πριν από την ένταξή τουςυποχρεώσεις, τόσο πιο φανερή γίνεται η θετική επίπτωση τηςδιαδικασίας διεύρυνσης. Με αυτόν τον τρόπο, ο αναγνώστης μαθαίνειότι η επιθυμία για την ιδιότητα του μέλους του ΝΑΤΟ έπαιξε καίριορόλο στο να προληφθεί στη Σλοβακία το 2002 η επάνοδος στην εξουσίατου Vladimir Meciar, στο να κινηθεί η Σλοβενία προς την κατεύθυνσημιας θέσης για μεγαλύτερη εμπλοκή στα Βαλκάνια, και στο να υπάρξειβελτίωση της νομοθεσίας της Ρουμανίας αναφορικά με τις μειονότητες.Επιπλέον, η ταπείνωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων των νέων μελώναπό τον Barany είναι επιφανειακή, λόγω των προσφάτων εξελίξεων,όπως είναι το μέγεθος της παρουσίας της Πολωνίας στο Ιράκ, τουηγετικού ρόλου της Δημοκρατίας της Τσεχίας στο νέο τάγμα αντί-CBRNτου ΝΑΤΟ, και της ουσιώδους συνεισφοράς όλων των νέων Συμμάχων στιςΝΑΤΟϊκές επιχειρήσεις διατήρησης της ειρήνης. Όντως, όπωςπαραδέχεται και ο ίδιος ο Barany, οι περισσότεροι από τουςπαλαιότερους Συμμάχους δεν είναι σε θέση να φθάσουν την επίδοση του3% του ΑΕΠ όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες. Μετρώντας την πρόοδοσύμφωνα με το γράμμα του νόμου, διακινδυνεύει να παραβλέψει τηνεπαναστατική φύση της παρούσας διαδικασίας μετασχηματισμού στηνΚεντρική και Ανατολική Ευρώπη και χάνει την ουσία.
Στο βιβλίο τους Ambivalent Neighbours,The EU, NATO and the Price of Membership, (Carnegie Endowment,2003) οι Anatol Lieven και Dmitri Trenin προχωρούν σε μιαδιαφορετική προσέγγιση. Όπως εξηγεί ο Trenin στα εισαγωγικά τουσχόλια, που παρομοίως με τον Lieven προέρχεται από το CarnegieEndowment for International Peace, δεν υπάρχει καμιά άλληεναλλακτική θεσμική λύση σε μια ΕΕ και μια Ευρώπη που κυριαρχείταιαπό το ΝΑΤΟ. Σε μια περίοδο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο όπου δενγεννήθηκε κάποιο Σχέδιο Μάρσαλ ή που δεν έγινε κάποια μεγάληδιάσκεψη και όπου «οι τολμηροί σοφοί άνθρωποι δεν ήταν πουθενά γιανα τους δουν», η Δυτική διεύρυνση έγινε «το ισοδύναμο της μετά τηναντιπαράθεση εκκαθάρισης». Σε ολόκληρο αυτό το εννοιολογικό φίλτροAmbivalent Neighbours' (Αβέβαιοι Γείτονες) οι συγγραφείςεπιδιώκουν να απηχήσουν τις προοπτικές και τα συμφέροντα όλων τωνπρωταγωνιστών, από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ έως τα νέα μέληκαι εκείνα που ακόμη έμειναν εκτός. Αντί απλά να βάζουν νέεςταμπέλες στα κράτη αυτά με τις υπάρχουσες έννοιες της «Ανατολής»και της «Δύσης» ο Trenin προτείνει την εμφάνιση μεταξύ αυτών μιαςνέας κοινής ταυτότητας, αυτής του «Βορρά». Στη συνέχεια του τόμουτο κεντρικό ερώτημα γίνεται πώς μπορούμε καλύτερα να δημιουργήσουμεαυτόν τον «Βορρά» και να λειάνουμε το ανώμαλο έδαφος. Οπροσδιορισμός της «Ευρώπης» αποκλειστικά μόνο με την αυστηρήεκπλήρωση των υπαρχόντων κριτηρίων για την ιδιότητα του μέλους τηςΕΕ και του ΝΑΤΟ φαίνεται ανεπαρκής. Θα είναι καλύτερα, οιπρωταγωνιστές να αναπτύξουν ένα περιεκτικό και ευέλικτο όραμα μιας«Ευρώπης ενιαίας και ελεύθερης», αν θέλουμε οι καθιερωμένες Δυτικέςδημοκρατίες να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τα δύσκολα θέματα του κόσμουμετά την 11η Σεπτεμβρίου και αν δεν προτιθέμεθα να εγκαταλείψουμετα κράτη που επί του παρόντος έμειναν εκτός στις εκφοβιστικέςοικονομικές και πολιτικές τους προκλήσεις.
Όπως συμβαίνει πολύ συχνά με την συρραφήδοκιμίων από μια ανόμοια ομάδα συγγραφέων, η ποιότητα των κομματιώνδιαφέρει. Και ακόμη χειρότερα, πολλά χρονολογούνταν πριν από τηνπραγματική έκδοση του βιβλίου. Παρόλα αυτά, έχουν μεγάλο ενδιαφέρονκαι υλικό που κεντρίζει κάθε μελετητή της διεύρυνσης τουΝΑΤΟ.
Χρησιμοποιώντας τα παραδείγματα τόσο τουπρώτου όσο και του δεύτερου γύρου της μετά τον Ψυχρό Πόλεμοδιεύρυνσης, ο Karl-Heinz Kamp του Ιδρύματος Konrad Adenauer παρέχειμια διορατικότητα πάνω στις διεργασίες του ΝΑΤΟ. Περιγράφει ένανουσιαστικά συντηρητικό οργανισμό, που διστάζει να αναστατώσει τηΡωσία ικανοποιώντας την επιθυμία των Βαλτικών Δημοκρατιών για τηνιδιότητα του μέλους. Ισχυρίζεται ότι χρειάστηκε ένα συνδυασμός απόεθνικούς και ενδο-οργανωτικούς παράγοντες για να διασφαλιστεί οδεύτερος γύρος της διεύρυνσης. Από την μία πλευρά, οι πολιτικάμεγάλοι του ΝΑΤΟ προώθησαν το θέμα. Από την άλλη, το ΝΑΤΟ ως σύνολοέπρεπε να βεβαιώσει κατά πόσο οι υποψήφιοι είχαν εκπληρώσει τα απόκοινού καθορισθέντα κριτήρια της ιδιότητας του μέλους. Ο Kampαφιερώνει ένα μέρος στην αντίθεση της Ρωσίας προς τη διεύρυνση τηςΣυμμαχίας και αντιμετωπίζει - παρότι με σκεπτικισμό- το θέμα τηςπιθανής ιδιότητας του μέλους του ΝΑΤΟ για την Ρωσία. Επίσηςεκφράζει ανησυχίες για κάποια απώλεια στην αποτελεσματικότητα τουΝΑΤΟ με 26 και πλέον μέλη και τονίζει την ανάγκη του συντονισμούτων πολιτικών διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τουΝΑΤΟ.
Τρεις συγγραφείς περιγράφουν την κατάστασητων κρατών που προσχώρησαν. Ο Zaneta Ozolina, Λετονός καθηγητήςδιεθνών σχέσεων, περιγράφει την εμπειρία των Βαλτικών Δημοκρατιών,οι οποίες παρέμειναν ενωμένες μετά την ανεξαρτησία τους από τηνκοινή σοβιετική κληρονομιά, ακόμη και την στιγμή που πάλευαν για ναέχουν την καλύτερη θέση στην αφετηρία για την Ευρώπη. Στην αρχήμπήκαν στον πειρασμό να εκμεταλλευτούν την οικονομική τους θέση στοσταυροδρόμι μεταξύ Ανατολής και Δύσης, όμως στη συνέχεια οιΔημοκρατίες της Βαλτικής επαναπροσανατολίστηκαν πιο καθαρά προς τηνκατεύθυνση της Δύσης μετά την οικονομική κατάρρευση της Ρωσία, τοέτος 1998. Πολιτικά η απόφαση ήταν πιο σαφής. Υπαγορεύτηκε από τομέγεθός τους, καθώς ο μόνος τρόπος με τον οποίο τα μικρά κράτημπορούν να επηρεάσουν «τις διεθνείς διαδικασίες είναι με το νασυμμετέχουν σε μεγαλύτερες ομάδες ή συμμαχίες κρατών που σε γενικέςγραμμές έχουν ανάλογους στόχους». Η αναγκαιότητα αυτήαντισταθμίστηκε από την επιθυμία των μικρών κρατών να διατηρήσουντην πολιτιστική τους μοναδικότητα και την νέο-αποκτηθείσα κυριαρχίααπέναντι σε αυτό που οι συντηρητικοί και οι εθνικιστές θεωρούσαν ωςτη «διάλυση, τη διαφθορά, ή ακόμη και την καταστροφή τηςδιακεκριμένης κουλτούρας της Βαλτικής λόγω της υπονόμευσή της απότην κατά πολύ μεγαλύτερη και πλουσιότερη Ευρωπαϊκή Ένωση». Οι φόβοιαυτοί δεν αμβλύνθηκαν ακριβώς από την επιμονή της Δύσης για το ότιοι Δημοκρατίες της Βαλτικής θα έπρεπε να βελτιώσουν το καθεστώςδιαβίωσης των μεγάλων τους ρωσικών μειονοτήτων και επιδεινώθηκανπεραιτέρω από προβλήματα που σχετίζονταν με την ιδιωτικοποίηση, τηνυπανάπτυκτη γεωργία και την ανάπτυξη της υπαίθρου τηςπεριοχής.
Όπως γράφει ο Christopher Bobinski, εκδότηςπεριοδικού και πρώην ανταποκριτής των Financial Times, ηεπιθυμία της Πολωνίας να συμμετάσχει στους Δυτικούς θεσμούςτροφοδοτήθηκε από ένα μείγμα ανησυχιών για την ασφάλεια, επιθυμίαςγια οικονομική ανάπτυξη και σαφούς πολιτιστικής ταυτότητας με τηνΕυρώπη. Εκφράστηκε με την αρχική σαρωτική υποστήριξη του κοινού γιατην ιδιότητα του μέλους, που σταδιακά υποχώρησε σε μια πιοεπικριτική, ακόμη και επιφυλακτική άποψη. Ο Bobinski συγκρίνει την«διακριτική» ένταξη στο ΝΑΤΟ με τις διαπραγματεύσεις της ΕΕ, οιοποίες σχεδόν σταθερά διεξήχθησαν σε μια «ατμόσφαιρα ανοικτήςαντιπαράθεσης πάνω στις συνθήκες της ιδιότητας του μέλους έχονταςέτσι άμεση επίδραση στον τρόπο με τον οποίο το κοινό έβλεπε τηνιδιότητα του μέλους της ΕΕ». Σχεδόν την ίδια επίπτωση είχε ημεταβαλλόμενη αντίληψη για τη Δυτική κουλτούρα, την οποία οισυντηρητικές ομάδες όλο και περισσότερο άρχισαν να βλέπουν ως«αθεϊστική και παρηκμασμένη». Ο Bobinski αφιερώνει επίσης σημαντικόχρόνο στις δυναμικές της ιδιότητας του μέλους και εκφράζει τουςφόβους των συμπατριωτών του απέναντι στις πρόσφατες εξελίξεις, όπωςείναι η μεγαλύτερη ενσωμάτωση της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ μετά την 11ηΣεπτεμβρίου, η εκκολαπτόμενη ESDP της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τασχέδιά της για την μεταρρύθμιση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.Περιγράφει ευστόχως το φαινόμενο των ανησυχιών των νέων μελών ως«μια παγίδα δικής τους κατασκευής», από την στιγμή που «αυτή ηπράξη της συμμετοχής τους απειλεί να αλλοιώσει τους οργανισμούςαυτούς με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην τους επιτραπεί μελλοντικά ναπροσφέρουν τα ίδια πλεονεκτήματα».
Τα άρθρα αναφορικά με τα κράτη που δεν έχουνακόμη μια σαφή προοπτική για την ιδιότητα του μέλους αποτελούνκάποιες από τις πλέον αντιφατικές και διορατικές μελέτες. Ο CharlesKing του Πανεπιστημίου Georgetown, της Washington DC, εξετάζει ταεμπόδια στο δρόμο για την Ευρω-ατλαντική ολοκλήρωση της Ρουμανίαςκαι της Μολδαβίας, μια σύγκριση που η ίδια φαίνεται σκηνοθετημένη,επειδή τα δύο κράτη διαφέρουν τόσο πολύ στις εθνικές τουςταυτότητες, τις συμπεριφορές τους απέναντι στην Ευρώπη και στοπραγματικό επίπεδο της ολοκλήρωσης. Παρακολουθεί την τμηματικήδιάβρωση της υποστήριξης του λαού της Μολδαβίας προς την ΕυρωπαϊκήΈνωση και το ΝΑΤΟ από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και μετά,καθώς η χώρα μετακινήθηκε πιο κοντά προς την Μόσχα. Αντιθέτως, ηρουμανική υποστήριξη προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ παραμένειαναλλοίωτη, με τα ? του Ρουμανικού πληθυσμού να επιθυμεί τηνιδιότητα του μέλους του ΝΑΤΟ, οι μισοί από αυτούς χωρίς όρους, καιαυτό παρά το ότι το Βουκουρέστι κατέχει συνεχώς την τελευταία θέσημεταξύ των υποψηφίων για την ΕΕ στις Δυτικοευρωπαϊκέςδημοσκοπήσεις. Καθώς σημειώνει ο King: «Οι Ευρωπαίοι δεν είναι ούτεκατά προσέγγιση τόσο ενθουσιασμένοι για την Ρουμανία, όσο ηΡουμανία για εκείνους». Τεκμηριώνει τις Δυτικές ανησυχίες γύρω απότην πολιτική πορεία της χώρας, τον ριζοσπαστικό εθνικισμό τουκόμματος της Μεγάλης Ρουμανίας και την μεταχείριση των μειονοτήτων.Το συμπέρασμα του King ότι «Ούτε η Ρουμανία ούτε η Μολδαβία θαγίνουν σύντομα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης», είναι ξεπερασμένο καιχρειάζεται να διαφοροποιηθεί. Δεδομένου ότι έκτοτε η Ρουμανίαεντάχθηκε στο ΝΑΤΟ και έχει ένα σαφές χρονοδιάγραμμα για τηνιδιότητα του μέλους της ΕΕ και η Μολδαβία δείχνει χαμένη στο μέσονμεταξύ της κυριαρχούμενης από την Ρωσία Κοινοπολιτείας τωνΑνεξαρτήτων Κρατών (CIS) και της Δύσης.
Ο Leonid Zaiko του Λευκορωσικού think tankΣτρατηγική στη μελέτη του για την Λευκορωσία ανακαλύπτει ότι συχνάοι δημοφιλείς συμπεριφορές και η πολιτική είναιαλληλοσυγκρουόμενες, και μάλιστα διαπιστώνει ότι ενώ ανάμεσα στονπληθυσμό της χώρας υπάρχει μεγαλύτερη αποδοχή για τη δημοκρατία καιτις ελεύθερες αγορές, τόσο περισσότερο ο απολυταρχικός πρόεδρος τουκράτους, Alexander Lukashenko, την αποκλείει από τη Δύση. Ακόμη καιέτσι, η Δύση θα πρέπει να ξεπεράσει τους αρνητικούς συνειρμούς μετο ταραχώδες παρελθόν της και να ανταγωνιστεί για επιρροή με τονισχυρό γείτονά της χώρας, την Ρωσία, η οποία έχει εκεί αξιοσημείωτηπαρουσία τόσο οικονομική όσο και στα μέσα ενημέρωσης. Το αποτέλεσμαμπορεί να ιδωθεί στην εξωτερική πολιτική όπου υπάρχει μια καθαρήκλίση προς την Ρωσία, μια τάση την οποία ο Zaiko προβλέπει ότι θαενισχυθεί, από την αρνητική επίπτωση της διεύρυνσης της ΕΕ στοεμπόριο, τα ταξίδια και την πολιτική κατάσταση στο Minsk.Ολοκληρώνει προειδοποιώντας ότι: «Η αγνόηση της Λευκορωσίας, ή απλάτο να την ξεγράφουμε ως μια αποτυχία, είναι μια κακή και επικίνδυνηπολιτική».
Τόσο ο Alexander Motyl του ΠανεπιστημίουRutgers, στο New Jersey, όσο και ο James Sherr της ΒασιλικήςΣτρατιωτικής Ακαδημίας Sandhurst προειδοποιούν παρόμοια στιςαναλύσεις τους για την εξωτερική πολιτική της Ουκρανίας. Όπως καιστην περίπτωση της Λευκορωσίας, ο Motyl βλέπει να εμφανίζονταισοβαρά προβλήματα από το ισχύον κλείσιμο των συνόρων προς τη Δύσηεξ αιτίας των δεσμεύσεων της Πολωνίας από την Συνθήκη Σένγκεν.Επιπλέον, εκφράζει το φόβο ότι «ο αποκλεισμός σημαίνει παράδοσηστην Ρωσία», η οποία έχει το πλεονέκτημα των πιο λειτουργικώνθεσμών, όπως επίσης και ένα εντυπωσιακό οπλοστάσιο από ήπιας ισχύοςμέσα. Συνεχίζει σκιαγραφώντας τρία πιθανά αρνητικά σενάρια για τηνανάπτυξη της Ουκρανίας, εάν δεν της δοθεί η προοπτική της ένταξηςστις Δυτικές δομές.
Το κόστος της μη ολοκλήρωσης της Ουκρανίαςείναι εκεί από όπου ξεκινά ο Sherr. Στη συνέχεια συγκρίνει τιςδιαφορετικές προσεγγίσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ προςτην κατεύθυνση του συνεταιρισμού. Για τον Sherr, το πρόγραμμασύμπραξης της Συμμαχίας έτεινε στο να ελκύει τους εταίρους,περιλαμβανομένης και της Ουκρανίας, κοντύτερα προς τους Δυτικούςθεσμούς, ενώ την ίδια στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση, πουμετασχηματίστηκε λιγότερο ριζοσπαστικά από το τέλος του ΨυχρούΠολέμου και μετά, «συνεχίζει να εφαρμόζει ένα παλαιό μοντέλοδιεύρυνσης» το οποίο μπορεί να γίνει μια διαδικασία μετακόμισηςεμποδίων προς τα ανατολικά.
Καμία ανάλυση σχετική με διεύρυνση δεν μπορείνα ολοκληρωθεί χωρίς τη Ρωσία. Ο Vladimir Baranovsky τουΙνστιτούτου Παγκόσμιας Οικονομίας και Διεθνών Σχέσεων της Μόσχαςστο άρθρο του εξιστορεί τις κοινά μεταβαλλόμενες αντιλήψεις της«Ευρώπης» και της Ρωσίας. Και ενώ αναφέρει εξ αρχής με σαφήνεια ότιη αντιπαράθεση του Ψυχρού Πολέμου αντικαταστάθηκε από την ανάγκηγια συνεργασία, σημειώνει ότι οι σχέσεις με τη Δύση δενχαρακτηρίζονται πλέον από τον ιδεαλισμό των αρχών της δεκαετίας του1990, αλλά από αμφισημία. Παρόλα αυτά, βλέπει «τα φιλο-ευρωπαϊκάεπιχειρήματα κατά πολύ πιο ελκυστικά για την πλειοψηφία εκείνων πουεμπλέκονται στο διάλογο επειδή πιστεύεται ότι η Ρωσία έχεικαλύτερες πιθανότητες να γίνει αποδεκτή ως ένας διαπρεπήςπρωταγωνιστής στην Ευρώπη από οπουδήποτε αλλού». Ο Baranovskyπαρέχει μια ισορροπημένη απεικόνιση των σημαντικών ορόσημων στιςσχέσεις ΝΑΤΟ-Ρωσίας: την αρχική αμφισημία του Yeltsin απέναντι στηδιεύρυνση, τον μετέπειτα σχηματισμό μιας ευρείας, αν και εντελώςανόμοιας ομοφωνίας στο εσωτερικό της Ρωσίας εναντίον τηςδιεύρυνσης, τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην Ιδρυτική Πράξητου Μαίου 1997 και τις επιπτώσεις από την εκστρατεία του ΝΑΤΟ το1999 στο Κοσσυφοπέδιο. Ωστόσο, δυστυχώς, η ανάλυση της ρεαλιστικήςθέσης του Προέδρου Vladimir Putin απέναντι στη Συμμαχία δενσυμπεριλαμβάνει τις πλέον πρόσφατες εξελίξεις, όπως είναι η μετάτην 11η Σεπτεμβρίου αναθέρμανση των σχέσεων ΝΑΤΟ-Ρωσίας, μέσα στοπλαίσιο του παγκοσμίου πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας, καθώς καιτο Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας.
Έχει ήδη υλοποιηθεί ο δεύτερος γύροςδιεύρυνσης μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Υπάρχουν 26 Σύμμαχοι γύρω από τοτραπέζι του Βορειο-ατλαντικού Συμβουλίου και όλοι οι 26 μαζί με τηνΡωσία εργάζονται από κοινού στο Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας. Όσοιπαρακολούθησαν την τελετή κατά την οποία υψώθηκαν επισήμως οισημαίες των επτά νέων μελών στην έδρα του ΝΑΤΟ για πρώτη φορά δενθα μπορέσουν να λησμονήσουν ούτε το γεγονός αυτό ούτε τασυναισθήματα που την συνόδεψαν. Για τους περισσότερους παρόντες απότα νέα κράτη-μέλη, η ημέρα αυτή αντιπροσώπευε τον καρπό ενός έργουπου κράτησε πάνω από μια δεκαετία. Ωστόσο, ήταν παράλληλα μόνον ηαρχή ενός τελείως νέου κεφαλαίου στην ιστορία τόσο των κρατώνεκείνων όσο και του Ευρω-ατλαντικού χώρου. Εάν η ιδιότητα τουμέλους, για να επιστρέψουμε στην καυστική αποδοχή του Pope πάνω στοδεσμό και τον γάμο, συγκρίνεται με τον γάμο, εναπόκειται πλέονστους Συμμάχους, νέους και παλαιούς, να διασφαλίσουν ότι αυτός ογάμος θα πετύχει.
Ο Barry Adams είναι υπότροφος ανώτεροςερευνητής του American Councils for International Education στηΜόσχα της Ρωσίας και εργάστηκε στο ΝΑΤΟ μεταξύ του Σεπτεμβρίου 2002και του Μαρτίου 2004.